-
1 объёмный
επ.1. του όγκου•-ое измерение η ογκομέτρηση.
|| ογκομετρικός•объёмный анализ ογκομετρική ανάλυση•
-ое кино στερεοσκοπική κινηματογραφία.
2. βλ. объмистый. -
2 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
3 дозатор
тех. о μετρητής, το δοσίμετροвесовой - η ζυγογέφυρα, ο γεφυρωτός ζυγόςобъёмный - το μετρικό δοχείο, ο μετρητής όγκουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дозатор